γουργούλα

γουργούλα
η
κουπί που εξέχει από τη μεριά τής πρύμνης και χρησιμοποιείται όπως η προπέλα για να προωθείται η βάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γουργούλι < γοργούλι < γοργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γουργουλίζω — [γουργούλα] προωθώ βάρκα με τη γουργούλα, με το ουράδιο …   Dictionary of Greek

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • ουράδι — το (Μ οὐράδιον) [ουρά] μικρή ουρά, ουρίτσα νεοελλ. ναυτ. κουπί προσδεδεμένο στην πρύμνη βάρκας ή άλλου πλοιαρίου, το οποίο κινεί ελικοειδώς ο χειριστής του για την προώθηση τού σκάφους, αλλ. γουργούλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”